- ὀδοντομάχαι
- ὀδοντομάχηςfighting with the tusksmasc nom/voc plὀδοντομάχᾱͅ , ὀδοντομάχηςfighting with the tusksmasc dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οδοντομάχης — ὀδοντομάχης, ὁ (Μ) αυτός που μάχεται με τα δόντια («ὀδοντομάχαι ὕες», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + μάχης (< μάχη), πρβλ. θηριο μάχης, κεραννο μάχης] … Dictionary of Greek